- κρουσιμετρεῖν
- κρουσιμετρέωcheat in measuringpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρουσιμετρώ — (Α κρουσιμετρῶ, έω) [κρουσιμέτρης] νεοελλ. εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού αρχ. εξαπατώ κατά το ζύγισμα τού σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.) … Dictionary of Greek